- οδοντοκοσμητικό
- τοσυν. στον πληθ. τα οδοντοκοσμητικά(φαρμ.) ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό τών δοντιών, την περιποίηση τών ούλων και, γενικά την αντισηψία τής στοματικής κοιλότητας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται οι οδοντόκρεμες ή οδοντόπαστες.
Dictionary of Greek. 2013.